- ἀπαράβλαστος
- ἀπαράβλαστοςnot branching laterallymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαράβλαστος — ἀπαράβλαστος, ον (Α) (για δέντρα) αυτός που δεν βγάζει παραφυάδες (π.χ. έλατο, πεύκο) … Dictionary of Greek
ἀπαράβλαστον — ἀπαράβλαστος not branching laterally masc/fem acc sg ἀπαράβλαστος not branching laterally neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβλάστοις — ἀπαράβλαστος not branching laterally masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβλάστων — ἀπαράβλαστος not branching laterally masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράβλαστα — ἀπαράβλαστος not branching laterally neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράβλαστοι — ἀπαράβλαστος not branching laterally masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)